- πραγματογνωσία
- η1) изучение предметного мира; 2) уст. природоведение (в начальной школе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραγματογνωσία — η, Ν 1. η γνώση τών πραγμάτων 2. μάθημα που διδάσκεται στις δύο πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχολείου και έχει ως σκοπό να δώσει στους μαθητές τις πρώτες στοιχειώδεις γνώσεις για τα πράγματα τού περιβάλλοντός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος +… … Dictionary of Greek
πραγματογνωσία — η γνώση των πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματογνωσία 2. φρ. «πραγματογνωστικά μαθήματα» το μάθημα τής φυσικής και τής γεωγραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματογνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Πανταζίδη] … Dictionary of Greek
πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] … Dictionary of Greek
πραγματολογία — η 1. πραγματογνωσία (βλ. λ.). 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)